ανεκλειπτος

ανεκλειπτος
    ἀνέκλειπτος
    ἀν-έκλειπτος
    2
    непрекращающийся, нескончаемый, неистощимый
    

(δύναμις Plut.; χορηγία Diod.; τὰ μέρη τοῦ διαστήματος Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανεκλειπτος" в других словарях:

  • ανέκλειπτος — ἀνέκλειπτος, ον (Α) ακατάπαυστος, αδιάκοπος …   Dictionary of Greek

  • ἀνέκλειπτος — incessant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλείπτως — ἀνέκλειπτος incessant adverbial ἀνέκλειπτος incessant masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκλειπτον — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem acc sg ἀνέκλειπτος incessant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλείπτοις — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλείπτου — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλείπτους — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλείπτων — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκλείπτῳ — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκλειπτα — ἀνέκλειπτος incessant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκλειπτε — ἀνέκλειπτος incessant masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»